- κατάπαυμα
- κατάπαυμαmeans of stoppingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάπαυμα — κατάπαυμα, τὸ (Α) [καταπαύω] 1. το μέσο για κατάπαυση («δειλοῑσι γόου κατάπαυμα γενοίμην» θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, Ομ. Ιλ.) 2. κατάπαυση, ανάπαυση από κάτι δυσάρεστο («κατάπαυμα τῶν μακρῶν πόνων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
καταπαύματος — κατάπαυμα means of stopping neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)